μπαταξής

μπαταξής
ο , μπαταξίδισσα и μπαταξού η
1) злостный неплательщик, злостная неплательщица, злостный банкрот; 2) обманщи|к, -ца, плут, мошенни|к, -ца

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "μπαταξής" в других словарях:

  • μπαταξής — ο (λ. τουρκ.), αυτός που δεν πληρώνει όσα οφείλει, ο κακοπληρωτής: Μην του δανείσεις λεφτά, είναι μπαταξής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπαταξής — και μπατακτσής και μπαταχτσής και μπαταχτζής, ο, θηλ. ίδισσα και ού αυτός που δεν εξοφλεί τα χρέη του, ο κακοπληρωτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. batakci (< batak «βούρκος»)] …   Dictionary of Greek

  • μπατακτσής — ο βλ. μπαταξής …   Dictionary of Greek

  • μπαταξηλίκι — και μπατακτσηλίκι και μπαταχτσηλίκι, το η ιδιότητα ή η πράξη τού μπαταξή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπαταξής + κατάλ. λίκι, λ. τουρκικής προέλευσης (πρβλ. θεριακ λίκι)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»